πειρεσκία

πειρεσκία
και πεϊρεσκία, η
βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών κακτιδών, τού οποίου ένα είδος καλλιεργείται σε θερμοκήπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. peireskia, από το όνομα τού Γάλλου φυσιολόγου de Peiresc].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”